Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
κατάρροος
καταρροπή
κατάρροπος
καταρροφάνω
καταρροφέω
καταρρόφησις
καταρροώδης
καταρρυής
καταρρυθμίζω
κατάρρυθμος
καταρρυπαίνω
καταρρυπόω
κατάρρυσις
καταρρυσόομαι
View word page
καταρροφάνω
gulp

ShortDef

gulp

Debugging

Headword:
καταρροφάνω
Headword (normalized):
καταρροφάνω
Headword (normalized/stripped):
καταρροφανω
IDX:
46528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46529
Key:

Data

{'content': 'gulp'}