Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
κατάρροος
καταρροπή
κατάρροπος
καταρροφάνω
καταρροφέω
καταρρόφησις
καταρροώδης
καταρρυής
καταρρυθμίζω
κατάρρυθμος
View word page
καταρροϊκός
of a catarrh, catarrhal

ShortDef

of a catarrh, catarrhal

Debugging

Headword:
καταρροϊκός
Headword (normalized):
καταρροϊκός
Headword (normalized/stripped):
καταρροικος
IDX:
46524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46525
Key:

Data

{'content': 'of a catarrh, catarrhal'}