Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
κατάρροος
καταρροπή
κατάρροπος
καταρροφάνω
καταρροφέω
καταρρόφησις
καταρροώδης
καταρρυής
καταρρυθμίζω
View word page
καταρροΐζομαι
have a catarrh

ShortDef

have a catarrh

Debugging

Headword:
καταρροΐζομαι
Headword (normalized):
καταρροΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταρροιζομαι
IDX:
46523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46524
Key:

Data

{'content': 'have a catarrh'}