Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
κατάρροος
καταρροπή
κατάρροπος
καταρροφάνω
καταρροφέω
καταρρόφησις
καταρροώδης
καταρρυής
View word page
καταρροιζέω
rush hurtling against

ShortDef

rush hurtling against

Debugging

Headword:
καταρροιζέω
Headword (normalized):
καταρροιζέω
Headword (normalized/stripped):
καταρροιζεω
IDX:
46522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46523
Key:

Data

{'content': 'rush hurtling against'}