Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρριγέω
κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
κατάρροος
καταρροπή
κατάρροπος
καταρροφάνω
καταρροφέω
καταρρόφησις
καταρροώδης
View word page
καταρροιβδέω
swallow up

ShortDef

swallow up

Debugging

Headword:
καταρροιβδέω
Headword (normalized):
καταρροιβδέω
Headword (normalized/stripped):
καταρροιβδεω
IDX:
46521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46522
Key:

Data

{'content': 'swallow up'}