Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάρρησις
καταρρητορεύω
καταρριγέω
κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
κατάρροος
καταρροπή
κατάρροπος
καταρροφάνω
καταρροφέω
View word page
καταρρίπτω
to throw down, overthrow

ShortDef

to throw down, overthrow

Debugging

Headword:
καταρρίπτω
Headword (normalized):
καταρρίπτω
Headword (normalized/stripped):
καταρριπτω
IDX:
46519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46520
Key:

Data

{'content': 'to throw down, overthrow'}