Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρητορεύω
καταρριγέω
κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
κατάρροος
καταρροπή
κατάρροπος
καταρροφάνω
View word page
καταρριπτάζω
to be blown away, scattered
ShortDef
to be blown away, scattered
Debugging
Headword:
καταρριπτάζω
Headword (normalized):
καταρριπτάζω
Headword (normalized/stripped):
καταρριπταζω
IDX:
46518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46519
Key:
Data
{'content': 'to be blown away, scattered'}