Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρητορεύω
καταρριγέω
κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
κατάρροος
καταρροπή
View word page
καταρρινάω
to file down

ShortDef

to file down

Debugging

Headword:
καταρρινάω
Headword (normalized):
καταρρινάω
Headword (normalized/stripped):
καταρριναω
IDX:
46516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46517
Key:

Data

{'content': 'to file down'}