Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταρρεμβεύω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρητορεύω
καταρριγέω
κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
View word page
καταρριζόω
make rooted, plant firmly
ShortDef
make rooted, plant firmly
Debugging
Headword:
καταρριζόω
Headword (normalized):
καταρριζόω
Headword (normalized/stripped):
καταρριζοω
IDX:
46513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46514
Key:
Data
{'content': 'make rooted, plant firmly'}