Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρητορεύω
καταρριγέω
κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
View word page
κατάρριζος
having roots below

ShortDef

having roots below

Debugging

Headword:
κατάρριζος
Headword (normalized):
κατάρριζος
Headword (normalized/stripped):
καταρριζος
IDX:
46512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46513
Key:

Data

{'content': 'having roots below'}