Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρρέζω
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρητορεύω
καταρριγέω
κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
καταρροιβδέω
View word page
καταρριγέω
shudder greatly

ShortDef

shudder greatly

Debugging

Headword:
καταρριγέω
Headword (normalized):
καταρριγέω
Headword (normalized/stripped):
καταρριγεω
IDX:
46511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46512
Key:

Data

{'content': 'shudder greatly'}