Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάρραφος
καταρρέζω
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρητορεύω
καταρριγέω
κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
View word page
καταρρητορεύω
overcome by rhetoric

ShortDef

overcome by rhetoric

Debugging

Headword:
καταρρητορεύω
Headword (normalized):
καταρρητορεύω
Headword (normalized/stripped):
καταρρητορευω
IDX:
46510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46511
Key:

Data

{'content': 'overcome by rhetoric'}