Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρραφή
κατάρραφος
καταρρέζω
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρητορεύω
καταρριγέω
κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
View word page
κατάρρησις
accusation

ShortDef

accusation

Debugging

Headword:
κατάρρησις
Headword (normalized):
κατάρρησις
Headword (normalized/stripped):
καταρρησις
IDX:
46509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46510
Key:

Data

{'content': 'accusation'}