Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμμορία
ἀμμορία2
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἄμμος
ἅμμος
ἄμμος2
ἀμμοσκοπία
ἀμμότροφος
ἀμμοφανής
ἀμμόχρυσος
ἀμμοχωσία
ἀμμόχωστος
ἀμμώδης
Αμμων
Ἄμμων
Ἀμμώνιος
Ἀμμώνιος2
Ἀμμωνίς
ἄμναμος
ἀμνάς
View word page
ἀμμόχρυσος
sand veined with gold

ShortDef

sand veined with gold

Debugging

Headword:
ἀμμόχρυσος
Headword (normalized):
ἀμμόχρυσος
Headword (normalized/stripped):
αμμοχρυσος
IDX:
4650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4651
Key:

Data

{'content': 'sand veined with gold'}