Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρραπτέον
καταρράπτω
καταρραφή
κατάρραφος
καταρρέζω
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρητορεύω
καταρριγέω
κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
View word page
καταρρηκτικός
promoting discharge

ShortDef

promoting discharge

Debugging

Headword:
καταρρηκτικός
Headword (normalized):
καταρρηκτικός
Headword (normalized/stripped):
καταρρηκτικος
IDX:
46507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46508
Key:

Data

{'content': 'promoting discharge'}