Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρραπιστέον
καταρραπτέον
καταρράπτω
καταρραφή
κατάρραφος
καταρρέζω
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρητορεύω
καταρριγέω
κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
View word page
καταρρήγνυμι
to break down

ShortDef

to break down

Debugging

Headword:
καταρρήγνυμι
Headword (normalized):
καταρρήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
καταρρηγνυμι
IDX:
46506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46507
Key:

Data

{'content': 'to break down'}