Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρραντέον
καταρραπιστέον
καταρραπτέον
καταρράπτω
καταρραφή
κατάρραφος
καταρρέζω
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρητορεύω
καταρριγέω
κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
View word page
καταρρέω
to flow down

ShortDef

to flow down

Debugging

Headword:
καταρρέω
Headword (normalized):
καταρρέω
Headword (normalized/stripped):
καταρρεω
IDX:
46505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46506
Key:

Data

{'content': 'to flow down'}