Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρρακτικῶς
καταρρακτός
καταρραντέον
καταρραπιστέον
καταρραπτέον
καταρράπτω
καταρραφή
κατάρραφος
καταρρέζω
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρητορεύω
καταρριγέω
κατάρριζος
καταρριζόω
View word page
καταρρεμβεύω
lead astray

ShortDef

lead astray

Debugging

Headword:
καταρρεμβεύω
Headword (normalized):
καταρρεμβεύω
Headword (normalized/stripped):
καταρρεμβευω
IDX:
46503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46504
Key:

Data

{'content': 'lead astray'}