Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρράκτης
καταρρακτικῶς
καταρρακτός
καταρραντέον
καταρραπιστέον
καταρραπτέον
καταρράπτω
καταρραφή
κατάρραφος
καταρρέζω
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρητορεύω
καταρριγέω
κατάρριζος
View word page
κατάρρειθρον
endoriguum

ShortDef

endoriguum

Debugging

Headword:
κατάρρειθρον
Headword (normalized):
κατάρρειθρον
Headword (normalized/stripped):
καταρρειθρον
IDX:
46502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46503
Key:

Data

{'content': 'endoriguum'}