Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρρακτήρ
καταρράκτης
καταρρακτικῶς
καταρρακτός
καταρραντέον
καταρραπιστέον
καταρραπτέον
καταρράπτω
καταρραφή
κατάρραφος
καταρρέζω
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρητορεύω
καταρριγέω
View word page
καταρρέζω
to pat with the hand, to stroke, caress

ShortDef

to pat with the hand, to stroke, caress

Debugging

Headword:
καταρρέζω
Headword (normalized):
καταρρέζω
Headword (normalized/stripped):
καταρρεζω
IDX:
46501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46502
Key:

Data

{'content': 'to pat with the hand, to stroke, caress'}