Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρρακόω
καταρρακτήρ
καταρράκτης
καταρρακτικῶς
καταρρακτός
καταρραντέον
καταρραπιστέον
καταρραπτέον
καταρράπτω
καταρραφή
κατάρραφος
καταρρέζω
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρητορεύω
View word page
κατάρραφος
sewn together, patched

ShortDef

sewn together, patched

Debugging

Headword:
κατάρραφος
Headword (normalized):
κατάρραφος
Headword (normalized/stripped):
καταρραφος
IDX:
46500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46501
Key:

Data

{'content': 'sewn together, patched'}