Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταρραίνω
καταρρακόω
καταρρακτήρ
καταρράκτης
καταρρακτικῶς
καταρρακτός
καταρραντέον
καταρραπιστέον
καταρραπτέον
καταρράπτω
καταρραφή
κατάρραφος
καταρρέζω
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
View word page
καταρραφή
stitching
ShortDef
stitching
Debugging
Headword:
καταρραφή
Headword (normalized):
καταρραφή
Headword (normalized/stripped):
καταρραφη
IDX:
46499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46500
Key:
Data
{'content': 'stitching'}