Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁγίστευμα
ἁγιστεύω
ἁγιστός
ἁγιστύς
ἁγιώδως
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
Ἀγκαῖος
ἀγκάλη
ἀγκαλιδαγωγέω
ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκαλίδη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκαλῖναι
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἀγκαλισμός
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκιστρεία
View word page
ἀγκαλιδαγωγέω
carry a bundle

ShortDef

carry a bundle

Debugging

Headword:
ἀγκαλιδαγωγέω
Headword (normalized):
ἀγκαλιδαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
αγκαλιδαγωγεω
IDX:
464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-465
Key:

Data

{'content': 'carry a bundle'}