Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρνητικός
κάταρξις
καταρόω
καταρραγή
καταρραθυμέω
καταρραίνω
καταρρακόω
καταρρακτήρ
καταρράκτης
καταρρακτικῶς
καταρρακτός
καταρραντέον
καταρραπιστέον
καταρραπτέον
καταρράπτω
καταρραφή
κατάρραφος
καταρρέζω
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρέπω
View word page
καταρρακτός
a trap-door

ShortDef

a trap-door

Debugging

Headword:
καταρρακτός
Headword (normalized):
καταρρακτός
Headword (normalized/stripped):
καταρρακτος
IDX:
46494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46495
Key:

Data

{'content': 'a trap-door'}