Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρνέομαι
καταρνητικός
κάταρξις
καταρόω
καταρραγή
καταρραθυμέω
καταρραίνω
καταρρακόω
καταρρακτήρ
καταρράκτης
καταρρακτικῶς
καταρρακτός
καταρραντέον
καταρραπιστέον
καταρραπτέον
καταρράπτω
καταρραφή
κατάρραφος
καταρρέζω
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
View word page
καταρρακτικῶς
rushing down, swooping

ShortDef

rushing down, swooping

Debugging

Headword:
καταρρακτικῶς
Headword (normalized):
καταρρακτικῶς
Headword (normalized/stripped):
καταρρακτικως
IDX:
46493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46494
Key:

Data

{'content': 'rushing down, swooping'}