Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταρκτικός
καταρνέομαι
καταρνητικός
κάταρξις
καταρόω
καταρραγή
καταρραθυμέω
καταρραίνω
καταρρακόω
καταρρακτήρ
καταρράκτης
καταρρακτικῶς
καταρρακτός
καταρραντέον
καταρραπιστέον
καταρραπτέον
καταρράπτω
καταρραφή
κατάρραφος
καταρρέζω
κατάρρειθρον
View word page
καταρράκτης
down-rushing; (subst.) waterfall, sluice, movable bridge
ShortDef
down-rushing; (subst.) waterfall, sluice, movable bridge
Debugging
Headword:
καταρράκτης
Headword (normalized):
καταρράκτης
Headword (normalized/stripped):
καταρρακτης
IDX:
46492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46493
Key:
Data
{'content': 'down-rushing; (subst.) waterfall, sluice, movable bridge'}