Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
καταρνέομαι
καταρνητικός
κάταρξις
καταρόω
καταρραγή
καταρραθυμέω
καταρραίνω
καταρρακόω
καταρρακτήρ
καταρράκτης
καταρρακτικῶς
καταρρακτός
καταρραντέον
καταρραπιστέον
καταρραπτέον
καταρράπτω
καταρραφή
κατάρραφος
View word page
καταρρακόω
to tear into shreds

ShortDef

to tear into shreds

Debugging

Headword:
καταρρακόω
Headword (normalized):
καταρρακόω
Headword (normalized/stripped):
καταρρακοω
IDX:
46490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46491
Key:

Data

{'content': 'to tear into shreds'}