Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταριστάω
καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
καταρνέομαι
καταρνητικός
κάταρξις
καταρόω
καταρραγή
καταρραθυμέω
καταρραίνω
καταρρακόω
καταρρακτήρ
καταρράκτης
καταρρακτικῶς
καταρρακτός
καταρραντέον
καταρραπιστέον
καταρραπτέον
καταρράπτω
καταρραφή
View word page
καταρραίνω
besprinkle
ShortDef
besprinkle
Debugging
Headword:
καταρραίνω
Headword (normalized):
καταρραίνω
Headword (normalized/stripped):
καταρραινω
IDX:
46489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46490
Key:
Data
{'content': 'besprinkle'}