Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμμοπλυσία
ἀμμόπλυτα
ἀμμορία
ἀμμορία2
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἄμμος
ἅμμος
ἄμμος2
ἀμμοσκοπία
ἀμμότροφος
ἀμμοφανής
ἀμμόχρυσος
ἀμμοχωσία
ἀμμόχωστος
ἀμμώδης
Αμμων
Ἄμμων
Ἀμμώνιος
Ἀμμώνιος2
Ἀμμωνίς
View word page
ἀμμότροφος
growing in sand
ShortDef
growing in sand
Debugging
Headword:
ἀμμότροφος
Headword (normalized):
ἀμμότροφος
Headword (normalized/stripped):
αμμοτροφος
IDX:
4648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4649
Key:
Data
{'content': 'growing in sand'}