Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταριστάω
καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
καταρνέομαι
καταρνητικός
κάταρξις
καταρόω
καταρραγή
καταρραθυμέω
καταρραίνω
καταρρακόω
καταρρακτήρ
καταρράκτης
καταρρακτικῶς
καταρρακτός
καταρραντέον
View word page
κάταρξις
beginning

ShortDef

beginning

Debugging

Headword:
κάταρξις
Headword (normalized):
κάταρξις
Headword (normalized/stripped):
καταρξις
IDX:
46485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46486
Key:

Data

{'content': 'beginning'}