Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάρης
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταριστάω
καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
καταρνέομαι
καταρνητικός
κάταρξις
καταρόω
καταρραγή
καταρραθυμέω
καταρραίνω
καταρρακόω
καταρρακτήρ
καταρράκτης
καταρρακτικῶς
καταρρακτός
View word page
καταρνητικός
prone to deny

ShortDef

prone to deny

Debugging

Headword:
καταρνητικός
Headword (normalized):
καταρνητικός
Headword (normalized/stripped):
καταρνητικος
IDX:
46484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46485
Key:

Data

{'content': 'prone to deny'}