Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάταρϝος
κατάρης
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταριστάω
καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
καταρνέομαι
καταρνητικός
κάταρξις
καταρόω
καταρραγή
καταρραθυμέω
καταρραίνω
καταρρακόω
καταρρακτήρ
καταρράκτης
καταρρακτικῶς
View word page
καταρνέομαι
to deny strongly, persist in denying

ShortDef

to deny strongly, persist in denying

Debugging

Headword:
καταρνέομαι
Headword (normalized):
καταρνέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταρνεομαι
IDX:
46483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46484
Key:

Data

{'content': 'to deny strongly, persist in denying'}