Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάρδευτος
κατάρδω
κάταρϝος
κατάρης
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταριστάω
καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
καταρνέομαι
καταρνητικός
κάταρξις
καταρόω
καταρραγή
καταρραθυμέω
καταρραίνω
καταρρακόω
καταρρακτήρ
View word page
καταρκής
fully sufficient

ShortDef

fully sufficient

Debugging

Headword:
καταρκής
Headword (normalized):
καταρκής
Headword (normalized/stripped):
καταρκης
IDX:
46481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46482
Key:

Data

{'content': 'fully sufficient'}