Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάταργμα
κατάργυρος
καταργυρόω
κατάρδευτος
κατάρδω
κάταρϝος
κατάρης
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταριστάω
καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
καταρνέομαι
καταρνητικός
κάταρξις
καταρόω
καταρραγή
καταρραθυμέω
View word page
καταριθμητέον
one must count

ShortDef

one must count

Debugging

Headword:
καταριθμητέον
Headword (normalized):
καταριθμητέον
Headword (normalized/stripped):
καταριθμητεον
IDX:
46478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46479
Key:

Data

{'content': 'one must count'}