Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταργία
καταργίζω
κάταργμα
κατάργυρος
καταργυρόω
κατάρδευτος
κατάρδω
κάταρϝος
κατάρης
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταριστάω
καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
καταρνέομαι
καταρνητικός
κάταρξις
καταρόω
View word page
καταριθμέω
to count

ShortDef

to count

Debugging

Headword:
καταριθμέω
Headword (normalized):
καταριθμέω
Headword (normalized/stripped):
καταριθμεω
IDX:
46476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46477
Key:

Data

{'content': 'to count'}