Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταργητέον
καταργία
καταργίζω
κάταργμα
κατάργυρος
καταργυρόω
κατάρδευτος
κατάρδω
κάταρϝος
κατάρης
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταριστάω
καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
καταρνέομαι
καταρνητικός
κάταρξις
View word page
καταριγηλός
making
ShortDef
making
Debugging
Headword:
καταριγηλός
Headword (normalized):
καταριγηλός
Headword (normalized/stripped):
καταριγηλος
IDX:
46475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46476
Key:
Data
{'content': 'making'}