Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταργέω
κατάργησις
καταργητέον
καταργία
καταργίζω
κάταργμα
κατάργυρος
καταργυρόω
κατάρδευτος
κατάρδω
κάταρϝος
κατάρης
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταριστάω
καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
καταρνέομαι
View word page
κάταρϝος
accursed
ShortDef
accursed
Debugging
Headword:
κάταρϝος
Headword (normalized):
κάταρϝος
Headword (normalized/stripped):
καταρϝος
IDX:
46473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46474
Key:
Data
{'content': 'accursed'}