Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάρβυλος
καταργέω
κατάργησις
καταργητέον
καταργία
καταργίζω
κάταργμα
κατάργυρος
καταργυρόω
κατάρδευτος
κατάρδω
κάταρϝος
κατάρης
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταριστάω
καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
View word page
κατάρδω
to water

ShortDef

to water

Debugging

Headword:
κατάρδω
Headword (normalized):
κατάρδω
Headword (normalized/stripped):
καταρδω
IDX:
46472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46473
Key:

Data

{'content': 'to water'}