Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταραχίζω
κατάρβυλος
καταργέω
κατάργησις
καταργητέον
καταργία
καταργίζω
κάταργμα
κατάργυρος
καταργυρόω
κατάρδευτος
κατάρδω
κάταρϝος
κατάρης
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταριστάω
καταρκέω
καταρκής
View word page
κατάρδευτος
irriguus
ShortDef
irriguus
Debugging
Headword:
κατάρδευτος
Headword (normalized):
κατάρδευτος
Headword (normalized/stripped):
καταρδευτος
IDX:
46471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46472
Key:
Data
{'content': 'irriguus'}