Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταράσσω
κατάρατος
καταραχίζω
κατάρβυλος
καταργέω
κατάργησις
καταργητέον
καταργία
καταργίζω
κάταργμα
κατάργυρος
καταργυρόω
κατάρδευτος
κατάρδω
κάταρϝος
κατάρης
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταριστάω
View word page
κατάργυρος
covered with silver, silvered
ShortDef
covered with silver, silvered
Debugging
Headword:
κατάργυρος
Headword (normalized):
κατάργυρος
Headword (normalized/stripped):
καταργυρος
IDX:
46469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46470
Key:
Data
{'content': 'covered with silver, silvered'}