Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμμοκοπρηγός
ἀμμόνιτρον
ἀμμοπλυσία
ἀμμόπλυτα
ἀμμορία
ἀμμορία2
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἄμμος
ἅμμος
ἄμμος2
ἀμμοσκοπία
ἀμμότροφος
ἀμμοφανής
ἀμμόχρυσος
ἀμμοχωσία
ἀμμόχωστος
ἀμμώδης
Αμμων
Ἄμμων
Ἀμμώνιος
View word page
ἄμμος2
[> Aeol. ἁμός]

ShortDef

sand, sandy ground
[> Aeol. ἁμός]

Debugging

Headword:
ἄμμος2
Headword (normalized):
ἄμμος
Headword (normalized/stripped):
αμμος2
IDX:
4646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4647
Key:

Data

{'content': '[> Aeol. ἁμός]'}