Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταράσιμος
κατάρασις
καταράσσω
κατάρατος
καταραχίζω
κατάρβυλος
καταργέω
κατάργησις
καταργητέον
καταργία
καταργίζω
κάταργμα
κατάργυρος
καταργυρόω
κατάρδευτος
κατάρδω
κάταρϝος
κατάρης
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
View word page
καταργίζω
to make to tarry
ShortDef
to make to tarry
Debugging
Headword:
καταργίζω
Headword (normalized):
καταργίζω
Headword (normalized/stripped):
καταργιζω
IDX:
46467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46468
Key:
Data
{'content': 'to make to tarry'}