Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάρακτοι
κατάραμα
καταράομαι
καταράσιμος
κατάρασις
καταράσσω
κατάρατος
καταραχίζω
κατάρβυλος
καταργέω
κατάργησις
καταργητέον
καταργία
καταργίζω
κάταργμα
κατάργυρος
καταργυρόω
κατάρδευτος
κατάρδω
κάταρϝος
κατάρης
View word page
κατάργησις
making null, abolishing

ShortDef

making null, abolishing

Debugging

Headword:
κατάργησις
Headword (normalized):
κατάργησις
Headword (normalized/stripped):
καταργησις
IDX:
46464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46465
Key:

Data

{'content': 'making null, abolishing'}