Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπώγων
καταπωλέω
καταπωμάζω
κατάρα
κατάρακτοι
κατάραμα
καταράομαι
καταράσιμος
κατάρασις
καταράσσω
κατάρατος
καταραχίζω
κατάρβυλος
καταργέω
κατάργησις
καταργητέον
καταργία
καταργίζω
κάταργμα
κατάργυρος
καταργυρόω
View word page
κατάρατος
accursed, abominable

ShortDef

accursed, abominable

Debugging

Headword:
κατάρατος
Headword (normalized):
κατάρατος
Headword (normalized/stripped):
καταρατος
IDX:
46460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46461
Key:

Data

{'content': 'accursed, abominable'}