Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταπυρόω
καταπυρπολέω
καταπώγων
καταπωλέω
καταπωμάζω
κατάρα
κατάρακτοι
κατάραμα
καταράομαι
καταράσιμος
κατάρασις
καταράσσω
κατάρατος
καταραχίζω
κατάρβυλος
καταργέω
κατάργησις
καταργητέον
καταργία
καταργίζω
κάταργμα
View word page
κατάρασις
cursing
ShortDef
cursing
Debugging
Headword:
κατάρασις
Headword (normalized):
κατάρασις
Headword (normalized/stripped):
καταρασις
IDX:
46458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46459
Key:
Data
{'content': 'cursing'}