Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάπυρος
καταπυρόω
καταπυρπολέω
καταπώγων
καταπωλέω
καταπωμάζω
κατάρα
κατάρακτοι
κατάραμα
καταράομαι
καταράσιμος
κατάρασις
καταράσσω
κατάρατος
καταραχίζω
κατάρβυλος
καταργέω
κατάργησις
καταργητέον
καταργία
καταργίζω
View word page
καταράσιμος
accursed

ShortDef

accursed

Debugging

Headword:
καταράσιμος
Headword (normalized):
καταράσιμος
Headword (normalized/stripped):
καταρασιμος
IDX:
46457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46458
Key:

Data

{'content': 'accursed'}