Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταπυκνωτέον
καταπυκτεύω
κατάπυρος
καταπυρόω
καταπυρπολέω
καταπώγων
καταπωλέω
καταπωμάζω
κατάρα
κατάρακτοι
κατάραμα
καταράομαι
καταράσιμος
κατάρασις
καταράσσω
κατάρατος
καταραχίζω
κατάρβυλος
καταργέω
κατάργησις
καταργητέον
View word page
κατάραμα
curse
ShortDef
curse
Debugging
Headword:
κατάραμα
Headword (normalized):
κατάραμα
Headword (normalized/stripped):
καταραμα
IDX:
46455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46456
Key:
Data
{'content': 'curse'}