Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπυκνόω
καταπύκνωσις
καταπυκνωτέον
καταπυκτεύω
κατάπυρος
καταπυρόω
καταπυρπολέω
καταπώγων
καταπωλέω
καταπωμάζω
κατάρα
κατάρακτοι
κατάραμα
καταράομαι
καταράσιμος
κατάρασις
καταράσσω
κατάρατος
καταραχίζω
κατάρβυλος
καταργέω
View word page
κατάρα
a curse

ShortDef

a curse

Debugging

Headword:
κατάρα
Headword (normalized):
κατάρα
Headword (normalized/stripped):
καταρα
IDX:
46453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46454
Key:

Data

{'content': 'a curse'}