Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμμοδύτωρ
ἀμμοκονία
ἀμμοκοπρηγός
ἀμμόνιτρον
ἀμμοπλυσία
ἀμμόπλυτα
ἀμμορία
ἀμμορία2
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἄμμος
ἅμμος
ἄμμος2
ἀμμοσκοπία
ἀμμότροφος
ἀμμοφανής
ἀμμόχρυσος
ἀμμοχωσία
ἀμμόχωστος
ἀμμώδης
Αμμων
View word page
ἄμμος
sand, sandy ground
ShortDef
sand, sandy ground
[> Aeol. ἁμός]
Debugging
Headword:
ἄμμος
Headword (normalized):
ἄμμος
Headword (normalized/stripped):
αμμος
IDX:
4644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4645
Key:
Data
{'content': 'sand, sandy ground'}