Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταπύγων
καταπύθομαι
καταπύθω
καταπυκάζω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
καταπύκνωσις
καταπυκνωτέον
καταπυκτεύω
κατάπυρος
καταπυρόω
καταπυρπολέω
καταπώγων
καταπωλέω
καταπωμάζω
κατάρα
κατάρακτοι
κατάραμα
καταράομαι
καταράσιμος
κατάρασις
View word page
καταπυρόω
dry
ShortDef
dry
Debugging
Headword:
καταπυρόω
Headword (normalized):
καταπυρόω
Headword (normalized/stripped):
καταπυροω
IDX:
46448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46449
Key:
Data
{'content': 'dry'}